σπερμοθήκη

σπερμοθήκη
η, Ν
βλ. σπερματοθήκη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοθήκη — η, ΝΜ και σπερμοθήκη, Ν νεοελλ. 1. ζωολ. θυλακοειδές όργανο τών θηλυκών και ερμαφρόδιτων ασπονδυλων, αναλογικό προς τις γεννητικές οδούς ορισμένων θηλυκών ζώων στο οποίο συσσωρεύεται το σπέρμα τού αρσενικού και διατηρείται ζωντανό και γόνιμο στο… …   Dictionary of Greek

  • άνευρα — (aneura). Φυτά που δεν έχουν περιάνθιο. Ο θαλλός τους δεν έχει επίσης φύλλα και νεύρα. Η σπερμοθήκη τους έχει σχήμα ωοειδές ή επίμηκες και είναι χωρισμένη έως τη βάση της σε τέσσερα μέρη με ισάριθμες βαλβίδες. Δύο φυτά του είδους αυτού φυτρώνουν… …   Dictionary of Greek

  • σπερματοθήκη — σπερματοθήκη, η και σπερμοθήκη, η 1. μέρος του άνθους ή του καρπού στο οποίο περιέχονται τα σπέρματα. 2. μέρος του γεννητικού συστήματος ορισμένων εντόμων όπου φυλάγονται τα σπερματοζωάρια του αρσενικού, ώσπου να γονιμοποιηθούν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”